- περιπέλομαι
- Α1. (σχετικά με τόπο) κινούμαι ολόγυρα, περικυκλώνω («ἄστυ περιπλομένων δηίων ὕπο θυμοραϊστέων», Ομ. Ιλ.)2. (για χρόνο) συμπληρώνομαι και ξαναρχίζω3. είμαι ανώτερος, υπερτερώ, νικώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πέλομαι «βρίσκομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.